μειλιχόδωρος

μειλιχόδωρος
μειλῐχό-δωρος, ον,
A giving pleasing gifts, [οἶνος] Hermipp.82.2; Υγίεια Hymn. ap. Stob.1.1.31a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μειλιχόδωρος — μειλιχόδωρος, ον (Α) αυτός που προσφέρει ευχάριστα, ευπρόσδεκτα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + δωρος (< δῶρον)] …   Dictionary of Greek

  • μειλιχόδωρος — giving pleasing gifts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχόδωρον — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem acc sg μειλιχόδωρος giving pleasing gifts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχοδώρου — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”